- φρονιμωτάτης
- φρόνιμοςin one's right mindfem gen superl sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κύκλησις — κύκλησις, ἡ (AM) [κυκλώ] η κυκλική περιστροφή («νὺξ μὲν οὖν ἡμέρα τε γέγονεν οὓτως καὶ διὰ ταῡτα, ἡ τῆς μιᾶς καὶ φρονιμωτάτης κυκλήσεως περίοδος», Πλάτ.) … Dictionary of Greek